- μαθητούδι
- το1. μικρός μαθητής: Τα μαθητούδια του νηπιαγωγείου ξεφώνιζαν χαρούμενα.2. μαθητευόμενος: Ο γλύπτης είχε ένα μαθητούδι που έκανε τις μικροεργασίες.3. μτφ., ανίδεος, άπειρος, αρχάριος: Στον έρωτα είναι μαθητούδι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.